- κακόσπερμος
- κακόσπερμος, -ον(Α)αυτός που αποφέρει κακό ή λίγο σπόρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. γυμνό-σπερμος, λεπτό-σπερμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακόσπερμον — κακόσπερμος with bad seed masc/fem acc sg κακόσπερμος with bad seed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)